- ἀγύρτρια
- ἀγῠρ-τρια, ἡ, fem. of ἀγυρτήρ, A.Ag.1273.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγύρτρια — ἀγύρτρια, η (Α) θηλ. του ἀγύρτης* … Dictionary of Greek
ἀγύρτρια — ἀγύρτης collector fem nom/voc sg ἀγύρτρια fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτρίας — ἀγυρτρίᾱς , ἀγύρτης collector fem acc pl ἀγυρτρίᾱς , ἀγύρτης collector fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγυρτρίᾱς , ἀγύρτρια fem acc pl ἀγυρτρίᾱς , ἀγύρτρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)